- σαμπουάν
- το, Νάκλ. αρωματισμένο υγρό παρασκεύασμα για τον καθαρισμό τού τριχωτού τής κεφαλής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shampoo «υγρό σαπούνι για τον καθαρισμό τού τριχωτού τής κεφαλής» < ρ. shampoo (βλ. σαμπού)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρεθρίνη — η, Ν (φαρμ.) ελμινθοκτόνο και εντομοκτόνο συστατικό τής σκόνης που παράγεται από τα άνθη τού χρυσανθέμου και χρησιμοποιείται στην κτηνιατρική καθώς και στην παρασκευή φυτοφαρμάκων και αντιπαρασιτικών σαμπουάν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
σαπωνίνη — η, Ν συν. στον πληθ. οι σαπωνίνες (βιοχ. βοτ.) ονομασία χημικών ενώσεων, φυτικών γλυκοζιτών, που απαντούν σε διάφορα φυτά και ιδίως σε ορισμένα είδη τού γένους σαπωναρία, είναι διαλυτές στο νερό, χαρακτηρίζονται από ισχυρό αφρισμό τών υδατικών… … Dictionary of Greek
απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… … Dictionary of Greek